- όνιννος
- ὄνιννος, ὁ (Α)είδος παρασίτου που ζει σε θαλάσσια φύκη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν η λ. έχει παραδοθεί σωστά, πιθ. να αποτελεί σύνθ. με α' συνθετικό το ὄνος και β' συνθετικό τη λ. ἴννος (πιθ. μτγν. τ. τού γίννος «γόνος ημιόνου και θηλυκής όνου»].
Dictionary of Greek. 2013.